συγκαταινώ

συγκαταινώ
-έω, Α
1. συμφωνώ, συγκατανεύω («ἤν τὰ τῶν θεῶν ἡμῑν θᾱττον συγκαταινῇ, ἐξίωμεν ὥς τάχιστα», Ξεν.)
2. επικυρώνω, εγκρίνω («εἰπεῑν ὅτι καὶ βούλεται καὶ συγκαταινεῑ», Πλούτ.)
3. παρέχω, χορηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταινῶ «συμφωνώ, αποδέχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… …   Dictionary of Greek

  • συγκάταινος — ον, Α [συγκαταινῶ] αυτός που συμφωνεί, που συναινεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”