- συγκαταινώ
- -έω, Α1. συμφωνώ, συγκατανεύω («ἤν τὰ τῶν θεῶν ἡμῑν θᾱττον συγκαταινῇ, ἐξίωμεν ὥς τάχιστα», Ξεν.)2. επικυρώνω, εγκρίνω («εἰπεῑν ὅτι καὶ βούλεται καὶ συγκαταινεῑ», Πλούτ.)3. παρέχω, χορηγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταινῶ «συμφωνώ, αποδέχομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.